- επιλαμβάνομαι
- επιλαμβάνομαι, (επιλήφθηκα) βλ. πίν. 166——————Σημειώσεις:επιλαμβάνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια, σε λόγιες εκφράσεις όπως επιλαμβάνομαι του θέματος (→ ασχολούμαι με το θέμα).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
ἐπιλαμβάνομαι — ἐπιλαμβάνω take pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
ԲՈՒՌՆ — (բռին կամ բռան, ամբ. բռունք, ռանց, ռամբք.) NBH 1 512 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. δράξ pugillus, brancata Ափ ձեռին ամփոփեալ. ձեռն բռնօղ կամ ըմբռնօղ զիմն. բուռ. ավուճ. ... *Որչափ բռամբ մի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽԾԲԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0947 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 12c ն. συλλογίζομαι ratiocinor πολυπραγμονέω curiose inquiro καταγινώσκω , μέμφομαι arguo, reprehendo, accuso ἑπιλαμβάνομαι corripio. Խծբիծս որոնել, եւ ջանալ գտնել. մանր կրկտել առ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)